Εξαλείφω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: εξαλείφω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сціраць, мыць, праць, лугаваць
Εξαλείφω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξαλείφω

εξαλείφω κλιση, εξαλείφω συνώνυμο, εξαλείφω english, εξαλείφω αρχαια, εξαλείφω αγγλικα, εξαλείφω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εξαλείφω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • εξακοντίζω στα λευκορωσικά - страляць
  • εξακριβώνω στα λευκορωσικά - ўсталёўваць, усталёўваць, ўстанаўліваць, устанаўліваць, вызначаць
  • εξαναγκάζω στα λευκορωσικά - рабiць, цягнуць, адбыцца, прыстань, штурхаць, прынасiць, прыходзiць, ...
  • εξαναγκασμός στα λευκορωσικά - прымус, прымушэнне
Τυχαίες λέξεις
Εξαλείφω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: сціраць, мыць, праць, лугаваць