Εξερεύνηση στα δανικά
Μετάφραση: εξερεύνηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
undersøgelse, udforskning, efterforskning, udforskningen, udforske
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξερεύνηση
εξερεύνηση των windows 8, εξερεύνηση του διαστήματος, εξερεύνηση των windows 7, εξερεύνηση του άρη, εξερεύνηση στον ειρηνικό ωκεανό, εξερεύνηση λεξικό γλώσσας δανικά, εξερεύνηση στα δανικά
Μεταφράσεις
- εξερευνητής στα δανικά - explorer, opdagelsesrejsende, Stifinder
- εξερευνώ στα δανικά - undersøge, udforske, gå på opdagelse, gå på opdagelse i, opdagelse
- εξετάζω στα δανικά - teste, undersøge, lirke, Pry, Lirk, snuse, snage
- εξευγενίζω στα δανικά - urbanize
Τυχαίες λέξεις
Εξερεύνηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: undersøgelse, udforskning, efterforskning, udforskningen, udforske
Μεταφράσεις: undersøgelse, udforskning, efterforskning, udforskningen, udforske