Εξυπηρετικός στα δανικά
Μετάφραση: εξυπηρετικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hjælpsomme, hjælpsom, nyttige, nyttigt, nyttig
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξυπηρετικός
εξυπηρετικός in english, εξυπηρετικός αγγλικα, εξυπηρετικός συνώνυμο, εξαιρετικός συνώνυμα, εξυπηρετικός λεξικό γλώσσας δανικά, εξυπηρετικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- εξτρεμιστής στα δανικά - ekstremistiske, ekstremistisk, ekstremist, yderliggående, yderligtgående
- εξυπηρέτηση στα δανικά - service, betjening, tjeneste, tjenesten, tjenesteydelse, tjenester
- εξυπηρετώ στα δανικά - dragt, tjene, tjener, fungere, betjene, at tjene
- εξυπνάδα στα δανικά - dygtighed, klogskab, kløgt, cleverness, snilde
Τυχαίες λέξεις
Εξυπηρετικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hjælpsomme, hjælpsom, nyttige, nyttigt, nyttig
Μεταφράσεις: hjælpsomme, hjælpsom, nyttige, nyttigt, nyttig