Επαληθεύω στα δανικά

Μετάφραση: επαληθεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
verificere, kontrollere, bekræfte, efterprøve
Επαληθεύω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επαληθεύω

επαληθεύω english, επαληθεύω συνώνυμο, επαληθεύω λεξικό γλώσσας δανικά, επαληθεύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επακολουθώ στα δανικά - opstå, blive påført
  • επακόλουθο στα δανικά - kølvandet, eftervirkningerne, følgerne, efterdønningerne, eftervirkninger
  • επανάληψη στα δανικά - gentagelse, gentagelser, en gentagelse, gentagelsen, repetition
  • επανάσταση στα δανικά - opstand, oprør, revolution, revolutionen, omdrejning, revolutionens
Τυχαίες λέξεις
Επαληθεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: verificere, kontrollere, bekræfte, efterprøve