Επαληθεύω στα λιθουανικά
Μετάφραση: επαληθεύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
patikrinti, tikrinti, patikrina, tikrina
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επαληθεύω
επαληθεύω english, επαληθεύω συνώνυμο, επαληθεύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επαληθεύω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- επακολουθώ στα λιθουανικά - įvykti, atsirasti, kilti, atsirastų, tesiveja
- επακόλουθο στα λιθουανικά - atolas, padariniai, pasekmės, padarinių, susiklosčiusi padėtis
- επανάληψη στα λιθουανικά - kartojimas, pakartojimas, pasikartojimo, pasikartojimas, kartojimo
- επανάσταση στα λιθουανικά - maištas, revoliucija, Revolution, revoliucijos, revoliuciją
Τυχαίες λέξεις
Επαληθεύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: patikrinti, tikrinti, patikrina, tikrina
Μεταφράσεις: patikrinti, tikrinti, patikrina, tikrina