Εφαρμόζω στα δανικά
Μετάφραση: εφαρμόζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bruge, benytte, anvende, anvendelse, gælder, anvendes, gælde
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφαρμόζω
εφαρμόζω αόριστος, εφαρμόζω αντίθετα, εφαρμόζω ετυμολογια, εφαρμόζω βικιλεξικο, εφαρμόζω κλιση, εφαρμόζω λεξικό γλώσσας δανικά, εφαρμόζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- εφαρμογή στα δανικά - brug, ansøgning, anvendelse, anvendelsen, ansøgningen, program
- εφαρμοστός στα δανικά - stramtsiddende, kropsnær
- εφαρμόσιμος στα δανικά - gældende, relevant, umiddelbart, anvendelse, gælder
- εφεδρεία στα δανικά - reservere, bestille, anmelde, reserve, reserven, reserver
Τυχαίες λέξεις
Εφαρμόζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bruge, benytte, anvende, anvendelse, gælder, anvendes, gælde
Μεταφράσεις: bruge, benytte, anvende, anvendelse, gælder, anvendes, gælde