Εφαρμόζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εφαρμόζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
usar, administre, empregar, aplicar, aplica, aplicam, se aplicam, aplique
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφαρμόζω
εφαρμόζω αόριστος, εφαρμόζω αντίθετα, εφαρμόζω ετυμολογια, εφαρμόζω βικιλεξικο, εφαρμόζω κλιση, εφαρμόζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εφαρμόζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εφαρμογή στα πορτογαλικά - aplicarão, aplicação, cumprimento, pedido, aplicativo, de aplicação, a aplicação
- εφαρμοστός στα πορτογαλικά - colante, pegado a pele, que se cola à pele
- εφαρμόσιμος στα πορτογαλικά - aplicável, aplicáveis, disso, aplica, aplicável de
- εφεδρεία στα πορτογαλικά - reserva, guardar, reservar, ressentir, reserva de, de reserva, reservas, ...
Τυχαίες λέξεις
Εφαρμόζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: usar, administre, empregar, aplicar, aplica, aplicam, se aplicam, aplique
Μεταφράσεις: usar, administre, empregar, aplicar, aplica, aplicam, se aplicam, aplique