Θολώνω στα δανικά

Μετάφραση: θολώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sky, roil
Θολώνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θολώνω

θολώνω τα νερά, θολώνω συνώνυμο, θολώνω συνώνυμα, θολώνω αγγλικα, θολώνω λεξικό γλώσσας δανικά, θολώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • θολωμένος στα δανικά - mørk, sløret, udvisket, slørede, uskarpt, uklart
  • θολός στα δανικά - mørk, splashy, plaskende, splashy for, splashy i
  • θορυβώδης στα δανικά - støjende, larmende, støj
  • θράσος στα δανικά - uforskammethed, frækhed, skamløshed, effrontery, undså
Τυχαίες λέξεις
Θολώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sky, roil