Θολώνω στα τούρκικα
Μετάφραση: θολώνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
roil, bükülmekten, üzerine bükülmekten
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θολώνω
θολώνω τα νερά, θολώνω συνώνυμο, θολώνω συνώνυμα, θολώνω αγγλικα, θολώνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, θολώνω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- θολωμένος στα τούρκικα - bulanık, bulanik, bulanıklığı, bulanık bir, bulanıklaşır
- θολός στα τούρκικα - sükseli, ıslak, heyecan uyandıran, sansasyonel, sıçratan
- θορυβώδης στα τούρκικα - gürültülü, gürültülü bir, noisy
- θράσος στα τούρκικα - yanak, yüzsüzlük, effrontery, çirkin cesaret, küstahlık, arsızlık
Τυχαίες λέξεις
Θολώνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: roil, bükülmekten, üzerine bükülmekten
Μεταφράσεις: roil, bükülmekten, üzerine bükülmekten