Θολώνω στα γερμανικά
Μετάφραση: θολώνω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zudecken, bedecken, wolke, hauptsache, roil, trüben
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θολώνω
θολώνω τα νερά, θολώνω συνώνυμο, θολώνω συνώνυμα, θολώνω αγγλικα, θολώνω λεξικό γλώσσας γερμανικά, θολώνω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- θολωμένος στα γερμανικά - hoffnungslos, dunkel, verdunkeln, stumpfsinnig, dämmerig, trüb, aussichtslos, ...
- θολός στα γερμανικά - trüb, dämmerig, trübe, dick, verdunkeln, dunkel, stumpfsinnig, ...
- θορυβώδης στα γερμανικά - laut, geräuschempfindlich, tumultartig, geräuschvoll, tobend, lauten, laute, ...
- θράσος στα γερμανικά - kühnheit, wange, mut, verwegenheit, backe, hinterbacke, frechheit, ...
Τυχαίες λέξεις
Θολώνω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: zudecken, bedecken, wolke, hauptsache, roil, trüben
Μεταφράσεις: zudecken, bedecken, wolke, hauptsache, roil, trüben