Ιδιοτέλεια στα δανικά
Μετάφραση: ιδιοτέλεια, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
egoisme, selviskhed, selviskheden
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδιοτέλεια
ιδιοτέλεια λεξικό, ιδιοτέλεια βικιλεξικό, η ιδιοτέλεια, ιδιοτέλεια ορισμός, ιδιοτέλεια προταση, ιδιοτέλεια λεξικό γλώσσας δανικά, ιδιοτέλεια στα δανικά
Μεταφράσεις
- ιδιοκτησία στα δανικά - ejendom, hotel, ejendomme, ejendommen, egenskab
- ιδιορρυθμία στα δανικά - ejendommelighed, egenart, særegenhed, kendetegnende, er kendetegnende
- ιδιοτελής στα δανικά - egennyttig, egen interesse, egoistisk, egennyttigt, egennyttige
- ιδιωτικός στα δανικά - privat, private, eget, den private, egen
Τυχαίες λέξεις
Ιδιοτέλεια στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: egoisme, selviskhed, selviskheden
Μεταφράσεις: egoisme, selviskhed, selviskheden