Ιδιοτέλεια στα νορβηγικά

Μετάφραση: ιδιοτέλεια, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
egoisme, selviskhet, selfishness, egenkjærlighet, selvopptatthet
Ιδιοτέλεια στα νορβηγικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιδιοτέλεια

ιδιοτέλεια λεξικό, ιδιοτέλεια βικιλεξικό, η ιδιοτέλεια, ιδιοτέλεια ορισμός, ιδιοτέλεια προταση, ιδιοτέλεια λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ιδιοτέλεια στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • ιδιοκτησία στα νορβηγικά - eierskap, eiendom, besittelse, eiendommen, hotellet, egenskapen
  • ιδιορρυθμία στα νορβηγικά - særegenhet, eiendommelighet, raritet, peculiarity, særegne
  • ιδιοτελής στα νορβηγικά - egenkjærlig, egoistisk, egeninteresse
  • ιδιωτικός στα νορβηγικά - privat, private, eget, egen, personlig
Τυχαίες λέξεις
Ιδιοτέλεια στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: egoisme, selviskhet, selfishness, egenkjærlighet, selvopptatthet