Ιδιοτέλεια στα ισλανδικά
Μετάφραση: ιδιοτέλεια, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eigingirni, sjálfselska
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδιοτέλεια
ιδιοτέλεια λεξικό, ιδιοτέλεια βικιλεξικό, η ιδιοτέλεια, ιδιοτέλεια ορισμός, ιδιοτέλεια προταση, ιδιοτέλεια λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ιδιοτέλεια στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ιδιοκτησία στα ισλανδικά - eign, hóteli, hóteli í, hótelinu, gististaður
- ιδιορρυθμία στα ισλανδικά - gæði
- ιδιοτελής στα ισλανδικά - sjálf, Sjálfsafgreiðsla, sjálfstætt, Bílastæði, Sjálfsmat
- ιδιωτικός στα ισλανδικά - einka, persónulegur, Private, einkaaðila, einkarekinn
Τυχαίες λέξεις
Ιδιοτέλεια στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: eigingirni, sjálfselska
Μεταφράσεις: eigingirni, sjálfselska