Ιμπρεσιονιστικός στα δανικά
Μετάφραση: ιμπρεσιονιστικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
impressionistisk, Impressionist, impressionistiske, den impressionistiske, impressionismen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιμπρεσιονιστικός
ιμπρεσιονιστικός λεξικό γλώσσας δανικά, ιμπρεσιονιστικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- ιμάντας στα δανικά - livrem, bælte, båndet, bæltet, remmen, selen
- ιμπρεσιονιστής στα δανικά - impressionistiske, impressionist, impressionistisk, den impressionistiske, impressionismen
- ιονίζω στα δανικά - ionisere, at ionisere, ioniseres, ioniserer, ionisering
- ιππασία στα δανικά - ridning, riding, hesteryg, ride, kørsel
Τυχαίες λέξεις
Ιμπρεσιονιστικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: impressionistisk, Impressionist, impressionistiske, den impressionistiske, impressionismen
Μεταφράσεις: impressionistisk, Impressionist, impressionistiske, den impressionistiske, impressionismen