Καγκελάριος στα δανικά
Μετάφραση: καγκελάριος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kansler, Chancellor, forbundskansler, kansleren
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καγκελάριος
καγκελάριος wiki, καγκελάριος αντενάουερ, καγκελάριος βίσμαρκ, καγκελάριος μπρούνινγκ, καγκελάριος γερμανίας, καγκελάριος λεξικό γλώσσας δανικά, καγκελάριος στα δανικά
Μεταφράσεις
- καβουρντίζω στα δανικά - stege, stegt, brændt, ristede, ristet, brændte
- καβούκι στα δανικά - bark, shell, skal, skallen, råtanken
- καδένα στα δανικά - kæde, lænke, kæden, chain
- καδρόνι στα δανικά - bjælke, stråle, bjælker, stråler, bjælkerne, stålbjælker, bjaelker
Τυχαίες λέξεις
Καγκελάριος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kansler, Chancellor, forbundskansler, kansleren
Μεταφράσεις: kansler, Chancellor, forbundskansler, kansleren