Καγκελάριος στα ουκρανικά
Μετάφραση: καγκελάριος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
канцлер
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καγκελάριος
καγκελάριος wiki, καγκελάριος αντενάουερ, καγκελάριος βίσμαρκ, καγκελάριος μπρούνινγκ, καγκελάριος γερμανίας, καγκελάριος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καγκελάριος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- καβουρντίζω στα ουκρανικά - мальки, смажитися, підсмажування, жаритися, реви, жарити, смажити, ...
- καβούκι στα ουκρανικά - міна, патрона, труну, патрон, минь, граната, оболонка, ...
- καδένα στα ουκρανικά - низка, ланцюжок, ланцюг, перекрити, коло, цепь
- καδρόνι στα ουκρανικά - пліт, брус, купа, балка, сяйво, промінь, сплавляти, ...
Τυχαίες λέξεις
Καγκελάριος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: канцлер
Μεταφράσεις: канцлер