Καινοτομία στα δανικά
Μετάφραση: καινοτομία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
innovation, innovationen, nyskabelse, fornyelse
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καινοτομία
καινοτομία ορισμός, καινοτομία θεσσαλονίκη, καινοτομία συνώνυμα, καινοτομία στην εκπαίδευση ορισμός, καινοτομία στην εκπαίδευση, καινοτομία λεξικό γλώσσας δανικά, καινοτομία στα δανικά
Μεταφράσεις
- καθόλου στα δανικά - slet ikke, overhovedet ikke, ikke på alle, slet, på ingen
- και στα δανικά - og, også, samt
- καινοτομώ στα δανικά - pioner, foregangsmand, innovere, innovation, forny, at innovere, forny sig
- καινοτόμος στα δανικά - innovere, forny, innovation, innovative, at innovere
Τυχαίες λέξεις
Καινοτομία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: innovation, innovationen, nyskabelse, fornyelse
Μεταφράσεις: innovation, innovationen, nyskabelse, fornyelse