Καινοτομία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: καινοτομία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inovação, invenção, a inovação, de inovação, da inovação, inovações
Καινοτομία στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καινοτομία

καινοτομία ορισμός, καινοτομία θεσσαλονίκη, καινοτομία συνώνυμα, καινοτομία στην εκπαίδευση ορισμός, καινοτομία στην εκπαίδευση, καινοτομία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καινοτομία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • καθόλου στα πορτογαλικά - de modo nenhum, nada, não em todos, não a todos, nem um pouco
  • και στα πορτογαλικά - outrossim, demais, idem, ainda, também, mais, e, ...
  • καινοτομώ στα πορτογαλικά - bandeirante, pioneiro, precursor, cor-de-rosa, inovar, inovação, inovam, ...
  • καινοτόμος στα πορτογαλικά - inovando, inovar, inovação, inovadoras, inovadora
Τυχαίες λέξεις
Καινοτομία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inovação, invenção, a inovação, de inovação, da inovação, inovações