Καινούριος στα δανικά
Μετάφραση: καινούριος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ny, freshman, Russer, iagtagere, førsteårsstuderende
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καινούριος
καινούριος πλανήτης, καινούριος ή καινούργιος, καινούριος αγρότης, καινούριοσ χρόνοσ πάλι ξημερώνει, καινούριος ανασχηματισμός κυβέρνησης, καινούριος λεξικό γλώσσας δανικά, καινούριος στα δανικά
Μεταφράσεις
- καινοτόμος στα δανικά - innovere, forny, innovation, innovative, at innovere
- καινοφανής στα δανικά - roman, ny, nye, hidtil ukendt, hidtil ukendte
- καιρός στα δανικά - tidspunkt, time, tid, vejr, gang, Weather, vejret, ...
- κακά στα δανικά - ilde, dårlig, dårlige, dårligt, en dårlig, slemt
Τυχαίες λέξεις
Καινούριος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ny, freshman, Russer, iagtagere, førsteårsstuderende
Μεταφράσεις: ny, freshman, Russer, iagtagere, førsteårsstuderende