Καινούριος στα εσθονικά
Μετάφραση: καινούριος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uus, uustulnuk
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καινούριος
καινούριος πλανήτης, καινούριος ή καινούργιος, καινούριος αγρότης, καινούριοσ χρόνοσ πάλι ξημερώνει, καινούριος ανασχηματισμός κυβέρνησης, καινούριος λεξικό γλώσσας εσθονικά, καινούριος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- καινοτόμος στα εσθονικά - uuenduslik, uuendamas, innovatiivsete, innovaatilise, uuendamisel, innovatiivseid
- καινοφανής στα εσθονικά - romaan, uudne, uudseid, romaani, uudsete, uudsed
- καιρός στα εσθονικά - kord, rahakott, aeg, ilm, ilmaga, ilmastikutingimuste, ilmastiku, ...
- κακά στα εσθονικά - väga, kehvasti, viletsalt, halb, halva, halvad, halba, ...
Τυχαίες λέξεις
Καινούριος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: uus, uustulnuk
Μεταφράσεις: uus, uustulnuk