Καλώ στα δανικά

Μετάφραση: καλώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kalde, råbe, opkald, call, indkaldelse, opkaldet, opfordring
Καλώ στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καλώ

καλώ παραγωγα, καλώ ταξίδι, καλώ ετυμολογία, καλό πάσχα, καλώ πνεύματα, καλώ λεξικό γλώσσας δανικά, καλώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καλύβα στα δανικά - barak, hytte, hytten, hut
  • καλύπτω στα δανικά - dække, låg, tæppe, dæksel, cover, dækning, dækslet
  • καλώδιο στα δανικά - telegram, kabel, tråd, kablet
  • καμάκι στα δανικά - spyd, lanse, harpun, harpunen, harpunere, harpoon
Τυχαίες λέξεις
Καλώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kalde, råbe, opkald, call, indkaldelse, opkaldet, opfordring