Καλώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: καλώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanschrijven, telefoontje, roep, telefoongesprek, oproepen, roepen
Καλώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καλώ

καλώ παραγωγα, καλώ ταξίδι, καλώ ετυμολογία, καλό πάσχα, καλώ πνεύματα, καλώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καλώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καλύβα στα ολλανδικά - tent, barak, afdak, loods, huisje, kraam, luifel, ...
  • καλύπτω στα ολλανδικά - bedekking, bedekken, toedekken, beleggen, omslag, deken, deksel, ...
  • καλώδιο στα ολλανδικά - telegram, draad, tros, metaaldraad, kabel, de kabel, kabels
  • καμάκι στα ολλανδικά - harpoen, harpoon, harpoenen, harpoenschip, harpoenschepen
Τυχαίες λέξεις
Καλώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aanschrijven, telefoontje, roep, telefoongesprek, oproepen, roepen