Καλώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: καλώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
verão, chame, intimar, chamar, chamada, chamada de, convite, apelo, de chamada
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλώ
καλώ παραγωγα, καλώ ταξίδι, καλώ ετυμολογία, καλό πάσχα, καλώ πνεύματα, καλώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καλώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- καλύβα στα πορτογαλικά - bagaço, cabana, barraca, choupana, verter, celeiro, vertente, ...
- καλύπτω στα πορτογαλικά - tampar, tapar, cobertura, capa, coberta, colcha, cobertor, ...
- καλώδιο στα πορτογαλικά - cabo, invernar, telegrama, cabos, fio, arame, cabo de, ...
- καμάκι στα πορτογαλικά - arpão, harpoon, do arpão, de arpão, arpão de
Τυχαίες λέξεις
Καλώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: verão, chame, intimar, chamar, chamada, chamada de, convite, apelo, de chamada
Μεταφράσεις: verão, chame, intimar, chamar, chamada, chamada de, convite, apelo, de chamada