Κατηγορώ στα δανικά
Μετάφραση: κατηγορώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
anklage, skylden, skyld, skyde skylden
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατηγορώ
κατηγορώ τους δυνατούς, κατηγορώ συνώνυμο, κατηγορώ ετυμολογία, κατηγορώ εμίλ ζολά, κατηγορώ το κκε με μάρτυρα το ίδιο, κατηγορώ λεξικό γλώσσας δανικά, κατηγορώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- κατηγορηματικός στα δανικά - selvhævdende, selvsikker, assertiv, selvbevidst, assertive
- κατηγορούμενος στα δανικά - anklagede, anklaget, beskyldt, tiltalte, beskyldte
- κατηφορίζω στα δανικά - skråning, hældning, skrænt, gå ned ad bakke, gå nedad, ned ad bakke
- κατοικήσιμος στα δανικά - beboelige, beboelig, opholdsforhold, beboeligt
Τυχαίες λέξεις
Κατηγορώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: anklage, skylden, skyld, skyde skylden
Μεταφράσεις: anklage, skylden, skyld, skyde skylden