Κατηγορώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κατηγορώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inculpar, denunciar, alegar, culpar, acusar, arguir, culpa, a culpa, culpas, responsabilidade, da culpa
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατηγορώ
κατηγορώ τους δυνατούς, κατηγορώ συνώνυμο, κατηγορώ ετυμολογία, κατηγορώ εμίλ ζολά, κατηγορώ το κκε με μάρτυρα το ίδιο, κατηγορώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κατηγορώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κατηγορηματικός στα πορτογαλικά - assertivo, assertiva, assertive, assertivos, afirmativo
- κατηγορούμενος στα πορτογαλικά - defender, acusado, réu, defenda, acusados, acusou, acusada, ...
- κατηφορίζω στα πορτογαλικά - declives, declive, ladeira, encosta, rampa, vertente, inclinação, ...
- κατοικήσιμος στα πορτογαλικά - habitável, habitáveis, habitabilidade, habitável Preço, habitable
Τυχαίες λέξεις
Κατηγορώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inculpar, denunciar, alegar, culpar, acusar, arguir, culpa, a culpa, culpas, responsabilidade, da culpa
Μεταφράσεις: inculpar, denunciar, alegar, culpar, acusar, arguir, culpa, a culpa, culpas, responsabilidade, da culpa