Κατοικίδιος στα δανικά

Μετάφραση: κατοικίδιος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tamme, domesticerede, domesticeret, husdyr, tæmmet
Κατοικίδιος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοικίδιος

κατοικίδιος λεξικό γλώσσας δανικά, κατοικίδιος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κατοικήσιμος στα δανικά - beboelige, beboelig, opholdsforhold, beboeligt
  • κατοικία στα δανικά - lejlighed, hjem, bopæl, bolig, hus, House, huset, ...
  • κατοικημένος στα δανικά - boligområder, bolig, beboelsesområde, boligområde, beboelse
  • κατοικώ στα δανικά - bo, leve, lever, bor, levende
Τυχαίες λέξεις
Κατοικίδιος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tamme, domesticerede, domesticeret, husdyr, tæmmet