Κατοικίδιος στα λιθουανικά

Μετάφραση: κατοικίδιος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prijaukinti, naminis, domestifikuotos, Oswojony, Prijaukintas
Κατοικίδιος στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοικίδιος

κατοικίδιος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κατοικίδιος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • κατοικήσιμος στα λιθουανικά - gyvenamasis, gyventi, tinkamumo gyventi, gyvenamoji, gyvenamojo
  • κατοικία στα λιθουανικά - buveinė, būstas, rezidencija, namie, namo, namas, House, ...
  • κατοικημένος στα λιθουανικά - gyvenamasis, gyvenamųjų, gyvenamosios, gyvenamųjų namų, gyvenamojo
  • κατοικώ στα λιθουανικά - sustoti, gyventi, gyvena, gyvenate, gyvename, gyvenu
Τυχαίες λέξεις
Κατοικίδιος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: prijaukinti, naminis, domestifikuotos, Oswojony, Prijaukintas