Κατοικίδιος στα τούρκικα
Μετάφραση: κατοικίδιος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
evcimen, evcil, evcilleştirilmiş, evcil bir, domesticated, Evcilleştirilen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατοικίδιος
κατοικίδιος λεξικό γλώσσας τούρκικα, κατοικίδιος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κατοικήσιμος στα τούρκικα - yaşanabilir, yaşanabilir bir, yaşanılabilir, oturulabilir
- κατοικία στα τούρκικα - ikametgâh, konut, ev, evi, house, Evleri, evin
- κατοικημένος στα τούρκικα - yerleşim, konut, bir yerleşim, Residential, ikamet
- κατοικώ στα τούρκικα - oturmak, canlı, yaşamak, yaşayan, yaşıyor, yaşamaya
Τυχαίες λέξεις
Κατοικίδιος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: evcimen, evcil, evcilleştirilmiş, evcil bir, domesticated, Evcilleştirilen
Μεταφράσεις: evcimen, evcil, evcilleştirilmiş, evcil bir, domesticated, Evcilleştirilen