Κατόπιν στα δανικά

Μετάφραση: κατόπιν, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
derefter, efter, efter at, når, efter at have
Κατόπιν στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατόπιν

κατόπιν της τηλεφωνικής μας επικοινωνίας, κατόπιν τούτου, κατόπιν παραγγελίας, κατόπιν συνεννοήσεως, κατόπιν τηλεφωνικής μας επικοινωνίας, κατόπιν λεξικό γλώσσας δανικά, κατόπιν στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κατσουφιάζω στα δανικά - lour
  • κατωτερότητα στα δανικά - underlegenhed, mindreværd, mindreværdskompleks, inferioritet, mindreværdsfølelse
  • κατώτερος στα δανικά - Junior, Juniorsuite, yngre, ungdomsholdet
  • καυγάς στα δανικά - skænderi, mundhuggeri, slagsmål, Brawl, slåskamp
Τυχαίες λέξεις
Κατόπιν στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: derefter, efter, efter at, når, efter at have