Καυστήρας στα δανικά
Μετάφραση: καυστήρας, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
brænder, brænderen, brænderens
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καυστήρας
καυστήρας pellet, καυστήρας φυσικού αερίου, καυστήρας πελλετ, καυστήρας πετρελαίου, καυστήρας πέλλετ τιμή, καυστήρας λεξικό γλώσσας δανικά, καυστήρας στα δανικά
Μεταφράσεις
- καυγαδίζω στα δανικά - skænderi, mundhuggeri, skændes, mundhugges, kævl
- καυσαέριο στα δανικά - røg, udstødningsgas, udstødningsgassen, udstødningsgassens, røggassen
- καυστικός στα δανικά - sur, glødende, hede, lidenskabelig, torrid, brændende varm
- καυτερός στα δανικά - brænding, afbrænding, brændende, forbrænding, brænder
Τυχαίες λέξεις
Καυστήρας στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: brænder, brænderen, brænderens
Μεταφράσεις: brænder, brænderen, brænderens