Καυστήρας στα ιταλικά
Μετάφραση: καυστήρας, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
caldaia, bruciatore, del bruciatore, masterizzatore, bruciatori, bruciatore a
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καυστήρας
καυστήρας pellet, καυστήρας φυσικού αερίου, καυστήρας πελλετ, καυστήρας πετρελαίου, καυστήρας πέλλετ τιμή, καυστήρας λεξικό γλώσσας ιταλικά, καυστήρας στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- καυγαδίζω στα ιταλικά - alterco, contesa, lite, litigio, disputa, litigare, wrangle, ...
- καυσαέριο στα ιταλικά - fumo, fumare, gas di scarico, dei gas di scarico, del gas di scarico, di gas di scarico
- καυστικός στα ιταλικά - acido, torrido, torrida, torride, torrid
- καυτερός στα ιταλικά - torrido, ardente, incendio, bruciatura, bruciante, di masterizzazione
Τυχαίες λέξεις
Καυστήρας στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: caldaia, bruciatore, del bruciatore, masterizzatore, bruciatori, bruciatore a
Μεταφράσεις: caldaia, bruciatore, del bruciatore, masterizzatore, bruciatori, bruciatore a