Κοπανίζω στα δανικά
Μετάφραση: κοπανίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
thwack, berømte slag, det berømte slag
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοπανίζω
κοπανίζω λεξικό γλώσσας δανικά, κοπανίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- κοπάζω στα δανικά - aftage, Abate
- κοπή στα δανικά - skære, skæring, opskæring, skærende, spåntagning
- κοπιάζω στα δανικά - arbejde, moil, kappen, kappe, restdel, restdelen
- κοπιαστικός στα δανικά - trættende, anstrengende, opslidende, udmattende, fatiguing
Τυχαίες λέξεις
Κοπανίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: thwack, berømte slag, det berømte slag
Μεταφράσεις: thwack, berømte slag, det berømte slag