Κοπανίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κοπανίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
socar, britar, pisar, calcar, paulada, thwack, espancar, bordoada, pancada forte
Κοπανίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοπανίζω

κοπανίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κοπανίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κοπάζω στα πορτογαλικά - diminua, abater, baixar, diminuir, enfraquecer, Abate, mitigar, ...
  • κοπή στα πορτογαλικά - abrilhantar, recortar, reduzir, diminuir, talhar, cortar, corte, ...
  • κοπιάζω στα πορτογαλικά - trabalhosamente, lidar, trabalho, picareta, moil, emaranhamento, sobra, ...
  • κοπιαστικός στα πορτογαλικά - trabalhoso, obreiro, fatigante, fatiguing, cansativa, desgastamento, cansativo
Τυχαίες λέξεις
Κοπανίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: socar, britar, pisar, calcar, paulada, thwack, espancar, bordoada, pancada forte