Κορίτσι στα δανικά
Μετάφραση: κορίτσι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
pige, datter, frøken, pigen, girl, piger
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κορίτσι
κορίτσι πράμα, κορίτσι της κνε, κορίτσι για σπίτι, κορίτσι ή αγόρι, κορίτσι με τα παντελόνια στίχοι, κορίτσι λεξικό γλώσσας δανικά, κορίτσι στα δανικά
Μεταφράσεις
- κοπριά στα δανικά - slam, dynd, gødning, gylle, ajle, husdyrgødning, gødningen
- κοράλλι στα δανικά - koral, Coral, koraller, af Coral, koralrev
- κορδέλα στα δανικά - bånd, farvebånd, båndet, ribbon, farvebåndet
- κορδόνι στα δανικά - reb, snor, ledning, ledningen, kablet, snoren
Τυχαίες λέξεις
Κορίτσι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: pige, datter, frøken, pigen, girl, piger
Μεταφράσεις: pige, datter, frøken, pigen, girl, piger