Κράμπα στα δανικά

Μετάφραση: κράμπα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
krampe, kramper, snære, cramp, skruetvinge
Κράμπα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κράμπα

κράμπα στο στομάχι στην εγκυμοσύνη, κράμπα στην κοιλιά, κράμπα στο σαγονι, κράμπα στο πόδι, κράμπα στα δάχτυλα του ποδιού, κράμπα λεξικό γλώσσας δανικά, κράμπα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κράμα στα δανικά - metal, legering, legeret, legeringen, alu, legeringer
  • κράμβη στα δανικά - voldtægt, raps, rybs-, rybsfrø, raps-
  • κράνος στα δανικά - hjelm, hjelmen, helmet, cykelhjelm
  • κράση στα δανικά - forfatning, forfatningen, forfatningens, udholdenhed
Τυχαίες λέξεις
Κράμπα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: krampe, kramper, snære, cramp, skruetvinge