Κρατημένος στα δανικά
Μετάφραση: κρατημένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
Held, Afholdt, Tilbageholdte, Holdt, indehaves
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρατημένος
γιώργος κρατημένος, κρατημένος λεξικό γλώσσας δανικά, κρατημένος στα δανικά
Μεταφράσεις
- κρατίδιο στα δανικά - land, erklære, tilstand, provins, stat, Land, delstaten, ...
- κραταιός στα δανικά - mægtige, mægtig, vældige, mægtigt, vældig
- κρατώ στα δανικά - bevare, holde, støtte, få, beholde, hold, holder, ...
- κραυγάζω στα δανικά - råbe, skrige, udbryde, udbryder, at udbryde, udbrød
Τυχαίες λέξεις
Κρατημένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: Held, Afholdt, Tilbageholdte, Holdt, indehaves
Μεταφράσεις: Held, Afholdt, Tilbageholdte, Holdt, indehaves