Κρατημένος στα ολλανδικά
Μετάφραση: κρατημένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gereserveerd, Held, gehouden, vastgehouden, hield, aangehouden
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρατημένος
γιώργος κρατημένος, κρατημένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κρατημένος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κρατίδιο στα ολλανδικά - beweren, land, staat, verzekeren, grond, land-, terrein, ...
- κραταιός στα ολλανδικά - machtig, krachtig, sterk, machtige, sterke, helden, machtigen
- κρατώ στα ολλανδικά - boeken, duren, hoeden, aanhouding, beklijven, reserveren, steel, ...
- κραυγάζω στα ολλανδικά - gieren, gillen, krijs, krijsen, gil, schreeuwen, joelen, ...
Τυχαίες λέξεις
Κρατημένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gereserveerd, Held, gehouden, vastgehouden, hield, aangehouden
Μεταφράσεις: gereserveerd, Held, gehouden, vastgehouden, hield, aangehouden