Κρεμιέμαι στα δανικά
Μετάφραση: κρεμιέμαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fløde, creme, cream, cremen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρεμιέμαι
κρεμιέμαι λεξικό γλώσσας δανικά, κρεμιέμαι στα δανικά
Μεταφράσεις
- κρεμάστρα στα δανικά - bøjle, strop, Hanger, bøjlen, rørbærer
- κρεμάω στα δανικά - fløde, creme, cream, cremen
- κρεμμύδι στα δανικά - løg, løget
- κρεμώ στα δανικά - hænge, Hang, hænger, Hæng, hÃ|nger
Τυχαίες λέξεις
Κρεμιέμαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fløde, creme, cream, cremen
Μεταφράσεις: fløde, creme, cream, cremen