Κρεμιέμαι στα ουκρανικά
Μετάφραση: κρεμιέμαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гойдатися, хитатися, спокушати, волочитися, крем
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρεμιέμαι
κρεμιέμαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κρεμιέμαι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κρεμάστρα στα ουκρανικά - гак, поки-то, якось-то, звисає, вішалка, вішак, Вешалка, ...
- κρεμάω στα ουκρανικά - прогнутися, прогинатися, осідати, осідання, крем
- κρεμμύδι στα ουκρανικά - луковиця, колба, цибулина, цибуля, лук, цибулю
- κρεμώ στα ουκρανικά - припинити, підвісити, підвішувати, призупиняти, вішати, вішатимуть
Τυχαίες λέξεις
Κρεμιέμαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: гойдатися, хитатися, спокушати, волочитися, крем
Μεταφράσεις: гойдатися, хитатися, спокушати, волочитися, крем