Κωμωδία στα δανικά
Μετάφραση: κωμωδία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
komedie, Comedy, komedien, komik
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κωμωδία
κωμωδία του αριστοφάνη, κωμωδία ετυμολογία, κωμωδία αριστοφάνη, κωμωδία 2014, κωμωδία χαρακτήρων, κωμωδία λεξικό γλώσσας δανικά, κωμωδία στα δανικά
Μεταφράσεις
- κωλυσιεργώ στα δανικά - hindre, forhindre, forstyrre, sabotage, sabotagen
- κωμικός στα δανικά - komisk, morsom, sjov, komiker, komikeren
- κωνικός στα δανικά - keglesnit, konisk, koniske, kegleformet, den koniske
- κωνοφόρος στα δανικά - nåletræ, nåletræs, nåletræer, af nåletræ, koglebærende
Τυχαίες λέξεις
Κωμωδία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: komedie, Comedy, komedien, komik
Μεταφράσεις: komedie, Comedy, komedien, komik