Κωμωδία στα ολλανδικά
Μετάφραση: κωμωδία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
komedie, blijspel, Comedy, de Komedie, komedie van, komische
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κωμωδία
κωμωδία του αριστοφάνη, κωμωδία ετυμολογία, κωμωδία αριστοφάνη, κωμωδία 2014, κωμωδία χαρακτήρων, κωμωδία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κωμωδία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κωλυσιεργώ στα ολλανδικά - beletten, belemmeren, hinderen, afsluiten, afdammen, doorkruisen, versperren, ...
- κωμικός στα ολλανδικά - verdacht, koddig, raar, moppig, amusant, leuk, grappig, ...
- κωνικός στα ολλανδικά - conisch, kegelvormig, conische, kegelvormige, konische
- κωνοφόρος στα ολλανδικά - naald-, naald, naaldhout, coniferous, naaldbomen
Τυχαίες λέξεις
Κωμωδία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: komedie, blijspel, Comedy, de Komedie, komedie van, komische
Μεταφράσεις: komedie, blijspel, Comedy, de Komedie, komedie van, komische