Μέσος στα δανικά

Μετάφραση: μέσος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gennemsnitlig, middeltal, gennemsnit, gennemsnitlige, gennemsnittet, gennemsnitligt
Μέσος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μέσος

μέσος όρος excel, μέσος όγκος ερυθρών, μέσος όρος πέους, μέσος όγκος αιμοπεταλίων, μέσος κροταφικός λοβός, μέσος λεξικό γλώσσας δανικά, μέσος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μέσο στα δανικά - måde, midler, middel, hjælp, gennem
  • μέσον στα δανικά - måde, medium, mellemlang, mellemstore, mellemlangt, mediet
  • μέτοχος στα δανικά - aktionær, aktionæren, aktionærer, aktionærerne
  • μέτρηση στα δανικά - mål, måling, målingen, målinger, måling af
Τυχαίες λέξεις
Μέσος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gennemsnitlig, middeltal, gennemsnit, gennemsnitlige, gennemsnittet, gennemsnitligt