Μαντήλι στα δανικά

Μετάφραση: μαντήλι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lommetørklæde, tørklæde, lommetørklædet, tørklædet
Μαντήλι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαντήλι

μαντήλι λαιμού, μαντήλι καλαματιανό στίχοι, μαντήλι για το κεφαλι, μαντήλι καλαματιανό, μαντήλι στο πέτο, μαντήλι λεξικό γλώσσας δανικά, μαντήλι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μανιώδης στα δανικά - uforbederlig, inkarneret, indgroede, vanskeligt helbredelig, inkarnerede
  • μαντάρω στα δανικά - darn, pokkers, fordømt, en fordømt
  • μανταλώνω στα δανικά - låst, smækket, latched, låste, fastlåst
  • μανταρίνι στα δανικά - mandarin, af Mandarin, mandariner, anmeldelser af Mandarin
Τυχαίες λέξεις
Μαντήλι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lommetørklæde, tørklæde, lommetørklædet, tørklædet