Μαντήλι στα λιθουανικά
Μετάφραση: μαντήλι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nosinė, nosine, handkerchief, skepetaitė, nosinaitė
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαντήλι
μαντήλι λαιμού, μαντήλι καλαματιανό στίχοι, μαντήλι για το κεφαλι, μαντήλι καλαματιανό, μαντήλι στο πέτο, μαντήλι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μαντήλι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- μανιώδης στα λιθουανικά - įsisenėjęs, užkietėjęs, nepataisomas, Uporczywy, Nałogowy
- μαντάρω στα λιθουανικά - adyti, darn, Lāpīt, adymas, Zacerować
- μανταλώνω στα λιθουανικά - užsisklendžia, užrakinamas, jų užrakinamas, prispaudėte
- μανταρίνι στα λιθουανικά - mandarinas, Mandarin, mandarinų, mandarinų ir, mandarino
Τυχαίες λέξεις
Μαντήλι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: nosinė, nosine, handkerchief, skepetaitė, nosinaitė
Μεταφράσεις: nosinė, nosine, handkerchief, skepetaitė, nosinaitė