Μεθυσμένος στα δανικά
Μετάφραση: μεθυσμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fuld, beruset, drukket, fulde, drikkes
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεθυσμένος
μεθυσμένος για επικίνδυνες αποστολές, μεθυσμένος αθλητής, μεθυσμένος ονειροκρίτης, μεθυσμένος με γυναίκες και ζωγραφική, μεθυσμένος παπάς, μεθυσμένος λεξικό γλώσσας δανικά, μεθυσμένος στα δανικά
Μεταφράσεις
- μεζές στα δανικά - godbid, lækkerbidsken, godbidden, lækkerbisken
- μεθοδολογία στα δανικά - metodologi, metode, metoder, metoden
- μεθόριος στα δανικά - margen, grænse, bred, kant, grænsen, graense, grænser
- μεθύστακας στα δανικά - rummy, rommy, Gennemstøve
Τυχαίες λέξεις
Μεθυσμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fuld, beruset, drukket, fulde, drikkes
Μεταφράσεις: fuld, beruset, drukket, fulde, drikkes