Μεθυσμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: μεθυσμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dol, beschonken, dronken, zat, gedronken, drunk, drinken, dronkaard
Μεθυσμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μεθυσμένος

μεθυσμένος για επικίνδυνες αποστολές, μεθυσμένος αθλητής, μεθυσμένος ονειροκρίτης, μεθυσμένος με γυναίκες και ζωγραφική, μεθυσμένος παπάς, μεθυσμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μεθυσμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μεζές στα ολλανδικά - lunch, twaalfuurtje, lekkernij, versnapering, titbit, tussendoortje, lekker hapje
  • μεθοδολογία στα ολλανδικά - methodologie, methode, methodiek, methoden, werkwijze
  • μεθόριος στα ολλανδικά - oever, waterkant, walkant, boord, zoom, grens, rand, ...
  • μεθύστακας στα ολλανδικά - alcoholhoudend, drinker, sappig, alcoholisch, alcoholicus, rare vent, rummy, ...
Τυχαίες λέξεις
Μεθυσμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dol, beschonken, dronken, zat, gedronken, drunk, drinken, dronkaard