Μεθυσμένος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: μεθυσμένος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
п'яны, пьяный
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεθυσμένος
μεθυσμένος για επικίνδυνες αποστολές, μεθυσμένος αθλητής, μεθυσμένος ονειροκρίτης, μεθυσμένος με γυναίκες και ζωγραφική, μεθυσμένος παπάς, μεθυσμένος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, μεθυσμένος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- μεζές στα λευκορωσικά - прынадны, смачны, ласы, спажыва, прывабны
- μεθοδολογία στα λευκορωσικά - метадалогія, метадалогіі
- μεθόριος στα λευκορωσικά - мяжа, граніца
- μεθύστακας στα λευκορωσικά - дзіўны, странный, дзіўнае, дзіўная
Τυχαίες λέξεις
Μεθυσμένος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: п'яны, пьяный
Μεταφράσεις: п'яны, пьяный