Μεθυσμένος στα ουκρανικά
Μετάφραση: μεθυσμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
п'яний, питущий, п`яний
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεθυσμένος
μεθυσμένος για επικίνδυνες αποστολές, μεθυσμένος αθλητής, μεθυσμένος ονειροκρίτης, μεθυσμένος με γυναίκες και ζωγραφική, μεθυσμένος παπάς, μεθυσμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μεθυσμένος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μεζές στα ουκρανικά - ласий шматок, ласий шмат, ласий кусень, ласий шматочок, ласим шматком
- μεθοδολογία στα ουκρανικά - методології, методологія, методологію
- μεθόριος στα ουκρανικά - кайма, край, межа, кордон, лямівка, облямівка, границя, ...
- μεθύστακας στα ουκρανικά - п'яниця, переобтяжений, духмяний, п'яничка, солодкий, дивний, дивна, ...
Τυχαίες λέξεις
Μεθυσμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: п'яний, питущий, п`яний
Μεταφράσεις: п'яний, питущий, п`яний