Μεστός στα δανικά

Μετάφραση: μεστός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hele, fuld, moden, total, kortfattet, præcis, koncis, kortfattede, koncise
Μεστός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μεστός

μεστός βικιλεξικο, μεστός ετυμολογία, μεστός αντωνυμο, μεστός σημαίνει, μεστός συνώνυμα, μεστός λεξικό γλώσσας δανικά, μεστός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μεσολάβηση στα δανικά - mægling, formidling, mediation, mæglingen
  • μεσοφόρι στα δανικά - underkjole, Petticoat, skørt, underskørt, Skjørt
  • μεστώνω στα δανικά - moden, mestono
  • μετά στα δανικά - efter, da, så, derpå, derefter, altså, efter at, ...
Τυχαίες λέξεις
Μεστός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hele, fuld, moden, total, kortfattet, præcis, koncis, kortfattede, koncise