Μοιχεία στα δανικά

Μετάφραση: μοιχεία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ægteskabsbrud, utroskab, Hor, Hoer
Μοιχεία στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μοιχεία

μοιχεία ποινικό αδίκημα, μοιχεία και διαζύγιο, μοιχεία λεξικό, μοιχεία ορθοδοξία, μοιχεία ονειροκρίτης, μοιχεία λεξικό γλώσσας δανικά, μοιχεία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μοιρολογώ στα δανικά - begræde, græde, begræder, sørge over, bewail
  • μοιρολόι στα δανικά - klagesang, dirge, sørgesang
  • μοιχικός στα δανικά - utro, utugtige, utroskab, af utroskab
  • μοιχός στα δανικά - ægteskabsbryder, Horkarlen, ægteskabsbryderen, Horkarlens, part i sagen
Τυχαίες λέξεις
Μοιχεία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ægteskabsbrud, utroskab, Hor, Hoer